- υπερερυθραιμία
- η, Νιατρ. αύξηση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων πάνω από 6.000.000 ανά κυβικό εκατοστόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ερυθραιμία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερερυθροκύττωση — η, Ν ιατρ. (παλ. όρος) η υπερερυθραιμία … Dictionary of Greek